παραγώγιον

παραγώγιον
παραγώγ-ιον, τό,
A toll levied on ships visiting a port, Philippid.17, IG11(2).163 A24 (Delos, iii B. C.), Milet.3 No.139.6 (iii B. C.), Plb.4.47.3, Poll.9.30.
II well, source, Cod.Just.11.43.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραγώγιον — toll levied on ships visiting a port neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγώγιον — τὸ, ΜΑ μσν. πηγή ή πηγάδι αρχ. λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγώγιον] …   Dictionary of Greek

  • παραγωγιάζω — Α [παραγώγιον] απαιτώ ή εισπράττω λιμενικό φόρο από τα πλοία που διέρχονται από λιμάνι μου («ἀποστῆναι τοῡ παραγωγιάζειν τοὺς πλέοντας εἰς τὸν Πόντον», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”